- τετράγλωσσος
- τετρά-γλωσσος, vierzüngig, von vier Sprachen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετράγλωσσος — η, ο / τετράγλωσσος, ον, ΝΑ 1. ο γραμμένος σε τέσσερεις γλώσσες («τετράγλωσσο λεξικό») 2. αυτός που μιλά τέσσερεις γλώσσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. δί γλωσσος] … Dictionary of Greek
τετράγλωσσος — η, ο 1. που είναι γραμμένος σε τέσσερις γλώσσες: Τετράγλωσσο λεξικό. 2. αυτός που ξέρει να μιλάει τέσσερις γλώσσες: Ο διερμηνέας είναι τετράγλωσσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
Βλάχος, Γεράσιμος — (Κρήτη 1607 – 1685). Λόγιος από την Κρήτη, μητροπολίτης Φιλαδελφείας, φιλόσοφος και θεολόγος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κρήτη πήγε στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές. Το 1652 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου διετέλεσε εφημέριος και… … Dictionary of Greek